διαλειμματικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλειμματικά < διαλειμματικ(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðʝa.li.ma.tiˈka/ & /ði̯a.li.ma.tiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐λειμ‐μα‐τι‐κά

Επίρρημα[επεξεργασία]

διαλειμματικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

διαλειμματικά