διεξέρχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διεξέρχομαι < αρχαία ελληνική διεξέρχομαι διά + ἐξ + ἔρχομαι

διεξέρχομαι (αποθετικό)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διεξέρχομαι < λείπει η ετυμολογία

διεξέρχομαι

  • μιλώ διεξοδικά