εκθρονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκθρονίζω < γαλλική détrôner
Η λέξη μαρτυρείται από το 1826

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ek.θɾoˈni.zo/

εκθρονίζω

  1. απομακρύνω, συνήθως με τη βία, κάποιον από το θρόνο του ή την εξουσία
  2. (μεταφορικά) εκτοπίζω κάποιον από την κορυφή κάποιου αξιολογικού πίνακα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]