εκφεύγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκφεύγω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκφεύγω < αρχαία ελληνική ἐκφεύγω < ἐκ + φεύγω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ekˈfe.vɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐φεύ‐γω

εκφεύγω

  1. (λόγιο) αποφεύγω
  2. (λόγιο) ξεφεύγω
  3. (λόγιο) διαφεύγω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]