εξυπηρετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξυπηρετῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξυπηρετώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξυπηρετῶ, συνηρημένος τύπος του ἐξυπηρετέω < ἐξ + ὑπηρετέω (εξ-) + υπηρετώ)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ksi.pi.ɾeˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξυ‐πη‐ρε‐τώ
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐υ‐πη‐ρε‐τώ

εξυπηρετώ, αόρ.: εξυπηρέτησα, παθ.φωνή: εξυπηρετούμαι, π.αόρ.: εξυπηρετήθηκα, μτχ.π.π.: εξυπηρετημένος

  1. παρέχω σε κάποιον μια υπηρεσία
  2. βολεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη υπηρέτης

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]