εξωφρενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωφρενικός < αρχαία ελληνική φράση «ἔξω φρεν(ῶν)» + -ικός [1] → δείτε τις λέξεις ἔξω και φρήν
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.kso.fɾe.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐φρε‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]εξωφρενικός, -ή, -ό
- που μας ενοχλεί ή που είναι εξοργιστικά ασυνήθιστος
- που είναι ιδιαίτερα παράδοξος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωφρενικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εξωφρενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας