επιτελείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιτελείο ουδέτερο
- 1. η ομάδα αξιωματικών, βοηθών του αρχηγού μεγάλης στρατιωτικής μονάδας
- 2. (μτφ.) οι κύριοι συνεργάτες επιχείρησης, οργανισμού κ.α.