ερωτεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερωτεύομαι < έρωτας + -εύομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ɾoˈte.vo.me/
Ρήμα
[επεξεργασία]ερωτεύομαι (αποθετικό ρήμα), , πρτ.: ερωτευόμουν, στ.μέλλ.: θα ερωτευτώ, αόρ.: ερωτεύτηκα, μτχ.π.π.: ερωτευμένος
- καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα
- δεν ερωτεύεται εύκολα
- αισθάνομαι έρωτα για κάποιον
- σε έχω ερωτευτεί
- νιώθω έντονη έλξη για κάποιον ή για κάτι
- ερωτεύτηκα τα σοκάκια του νησιού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- καψουρεύομαι (αργκό)
- δαγκώνω τη λαμαρίνα (αργκό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερωτεύομαι