ετοιμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ετοιμάζω < αρχαία ελληνική ἑτοιμάζω < ἕτοιμος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.tiˈma.zo/

ετοιμάζω (παθητική φωνή: ετοιμάζομαι)

  1. με τις κατάλληλες ενέργειες και προεργασία φέρνω κάποιον ή κάτι σε κατάσταση ετοιμότητας, το(ν) καθιστώ έτοιμο για κάτι
  2. προετοιμάζω
    ※  ετοιμάζω τα μοντέλα για φωτογράφιση
  3. συγυρίζω, ευτρεπίζω
  4. οργανώνω, προγραμματίζω, σχεδιάζω
  5. διδάσκω, προετοιμάζω για εξετάσεις
  6. (αθλητισμός) προπονώ
  7. μηχανορραφώ
  8. (μαγειρική) παρασκευάζω
    ετοιμάζω το φαγητό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]