ζητωκραυγάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζητωκραυγάζω < ζητωκραυγ(ή) + -άζω < ζήτω + κραυγή
Η λέξη μαρτυρείται από το 1870

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zi.to.kɾaˈvɣa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐τω‐κραυ‐γά‐ζω

ζητωκραυγάζω, αόρ.: ζητωκραύγασα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) επευφημώ με ενουσιασμό φωνάζοντας "ζήτω!"
     συνώνυμα: αλαλάζω
     αντώνυμα: γιουχάρω
  2. (μεταβατικό) εκφράζω θαυμασμό και επιδοκιμασία για κάποιον φωνάζοντας "ζήτω!"
     συνώνυμα: επευφημώ, επιδοκιμάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]