θαυμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θαυμάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαυμάζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θavˈma.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαυ‐μά‐ζω

θαυμάζω, αόρ.: θαύμασα, παθ.φωνή: θαυμάζομαι, π.αόρ.: θαυμάστηκα

  1. εντυπωσιάζομαι με κάτι ή κάποιον, μένω έκθαμβος, αισθάνομαι θαυμασμό
  2. παρατηρώ προσεκτικά
  3. (μεταφορικά) εκπλήσσομαι, απορώ
    θαυμάζω το κουράγιο του, τη γενναιότητά του
    Θαυμάζω το θράσος σου! Απορώ και εξανίσταμαι μ' αυτά που ακούω να ξεστομίζεις! (μειωτικά)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  θαυμάζω   θαυμάζομαι 
Παρατατικός  ἐθαύμαζον   ἐθαυμαζόμην 
Μέλλοντας  θαυμάσω   θαυμάσομαι & θαυμασθήσομαι 
Αόριστος  ἐθαύμασα   ἐθαυμασάμην & ἐθαυμάσθην 
Παρακείμενος  τεθαύμακα   τεθαύμασμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

θαυμάζω < θαῦμ(α) + -άζω (το ρήμα θεωρείται ότι είχε και παράλληλους τύπους θαμβαίνω και θαμβέω / θαμβῶ < θάμβος)

θαυμάζω

  1. μένω έκθαμβος
  2. (+ αιτιατική για καλό) τιμώ, σέβομαι
  3. (+ αιτιατική για κακό) εκπλήσσομαι, απορώ
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 8.25
    ἀλλὰ γάρ, ἔφη, θαυμάζω ὅτι εἰ μέν τινι ὑμῶν ἀπηχθόμην, μέμνησθε καὶ οὐ σιωπᾶτε, εἰ δέ τῳ ἢ χειμῶνα ἐπεκούρησα ἢ πολέμιον ἀπήρυξα ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι, τούτων δὲ οὐδεὶς μέμνηται,
    Απορώ όμως, πρόσθεσε, που αν έγινα σε μερικούς από σας μισητός, το θυμάστε και το διηγείστε, ενώ αν προφύλαξα κανέναν από το κρύο ή αν έδιωξα εχθρό από κοντά του ή αν του προμήθεψα κάτι, όταν ήταν άρρωστος ή όταν είχε ανάγκη, αυτά δεν τα θυμάται κανένας.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]