ιζηματογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιζηματογένεση | οι | ιζηματογενέσεις |
γενική | της | ιζηματογένεσης* | των | ιζηματογενέσεων |
αιτιατική | την | ιζηματογένεση | τις | ιζηματογενέσεις |
κλητική | ιζηματογένεση | ιζηματογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιζηματογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιζηματογένεση < (ίζημα) ιζηματ- + -ο- + -γένεση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.zi.ma.toˈʝe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ζη‐μα‐το‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιζηματογένεση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Sedimentation στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ιζηματαπόθεση
- ιζηματοποίηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιζηματογένεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γένεση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)