ισοχρονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισοχρονισμός < (ίσος) ισο- + χρονισμός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isochronisme < αρχαία ελληνική ἴσος + χρόν(ος) + -ισμός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.so.xɾo.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐χρο‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισοχρονισμός αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισοχρονισμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ισο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)