καθήλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθήλωση | οι | καθηλώσεις |
γενική | της | καθήλωσης* | των | καθηλώσεων |
αιτιατική | την | καθήλωση | τις | καθηλώσεις |
κλητική | καθήλωση | καθηλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθηλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθήλωση < ελληνιστική κοινή καθήλωσις (κάρφωμα) < καθηλόω / καθηλῶ < κατά + αρχαία ελληνική ἧλος (καρφί)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καθήλωση θηλυκό
- ο (εκούσιος ή ακούσιος) εξαναγκασμός σε ακινησία
- η παρεμπόδιση
- ο περιορισμός σε χαμηλά επίπεδα και η παρεμπόδιση της περαιτέρω εξέλιξης ή ανέλιξης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθήλωση