καθυστερημένη δέσμευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθυστερημένη δέσμευση < → δείτε τις λέξεις καθυστερημένος και δέσμευση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική late binding
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]καθυστερημένη δέσμευση
- (προγραμματισμός) βλ. συνώνυμο δυναμική δέσμευση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καθυστερημένη δέσμευση