στατική δέσμευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στατική δέσμευση < → δείτε τις λέξεις στατική και δέσμευση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική static binding
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]στατική δέσμευση
- (προγραμματισμός) η συσχέτιση (δέσμευση) ονόματος και οντότητας (κώδικας ή δεδομένα) που συμβαίνει κατά το στάδιο της μεταγλώττισης ενός προγράμματος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στατική δέσμευση