κακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
κακά < (στην παιδική γλώσσα) λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
κακά < κακ(ός) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κακά

  1. με κακία
  2. άσχημα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
κακά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κακά