καλαμποκάλευρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαμποκάλευρο τα καλαμποκάλευρα
      γενική του καλαμποκάλευρου των καλαμποκάλευρων
    αιτιατική το καλαμποκάλευρο τα καλαμποκάλευρα
     κλητική καλαμποκάλευρο καλαμποκάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλαμποκάλευρο < καλαμπόκ(ι) + άλευρο[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλαμποκάλευρο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]