καλαμωτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλαμωτή οι καλαμωτές
      γενική της καλαμωτής των καλαμωτών
    αιτιατική την καλαμωτή τις καλαμωτές
     κλητική καλαμωτή καλαμωτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλαμωτή < μεσαιωνική ελληνική καλαμωτή, θηλυκό του καλαμωτός < καλαμώ < ελληνιστική κοινή καλαμόω < αρχαία ελληνική κάλαμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλαμωτή θηλυκό

  1. πλέγμα από καλάμια, που χρησιμοποιείται για σκίαση ή ως διαχωριστικό
  2. σκεπή ή φράχτης από καλάμια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

καλαμωτή

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]