καλοβλέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλοβλέπω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

καλοβλέπω

  1. (αμετάβατο) βλέπω καλά, καθαρά
  2. (μεταβατικό) βλέπω καλά, καθαρά (κάποιον ή κάτι)
  3. (μεταβατικό) βλέπω με ευχαρίστηση ή, γενικότερα, με καλή διάθεση (κάποιον ή κάτι)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]