καμένος από χέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]καμένος από χέρι
- καταδικασμένος, για κάποιον ή κάτι που είναι γνωστό ή φανερό από την αρχή ότι θα αποτύχει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμένος από χέρι
|