καραβόσκυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καραβόσκυλος αρσενικό
- (κυριολεκτικά) σκύλος που ζει σε καράβι
- (μεταφορικά) έμπειρος ναυτικός
- (μεταφορικά) ακοινώνητος, αγριάνθρωπος, μισάνθρωπος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καραβόσκυλος
|