καταματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταματώνω < κατά + ματώνω < αίμα

καταματώνω

  1. πληγώνω κάποιον πολύ, ώστε να γεμίσει αίματα
  2. βγάζω πολύ αίμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]