καταπιεστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταπιεστικά < καταπιεστικ(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.pi.e.stiˈka/
Επίρρημα
[επεξεργασία]καταπιεστικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταπιεστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καταπιεστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καταπιεστικός