κεντάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κεντέω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεντάω < κεντ(ώ) + -άω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kenˈda.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ντά‐ω

κεντάω, -άς.../κεντώ, πρτ.: κεντούσα/κένταγα, αόρ.: κέντησα, παθ.φωνή: κεντιέμαι, π.αόρ.: κεντήθηκα, μτχ.π.π.: κεντημένος

  1. περνάω με βελόνα χρωματιστές κλωστές σε ένα ύφασμα και δημιουργώ ένα διακοσμητικό σχέδιο· φτιάχνω ένα κέντημα
    • (μεταφορικά) παράγω ένα αξιοθαύμαστο στις λεπτομέρειές του αποτέλεσμα
  2. πιέζω με αιχμηρό αντικείμενο
    • (μεταφορικά) προκαλώ οξύ πόνο σε ένα σημείο πιέζοντας με κάτι αιχμηρό (λέγεται και όταν ο πόνος έχει εσωτερική αιτία)
      Με κεντάει ένας πόνος σουβλερός.
     συνώνυμα: κεντρίζω, σουβλίζω, τσιμπάω / τσιμπώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
κεντ- 

Τα σύνθετα ρήματα:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κεντώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κεντάω, κεντώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. κεντώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  4. κεντίζω - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .