κλάψα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλάψα | οι | κλάψες |
γενική | της | κλάψας | — | |
αιτιατική | την | κλάψα | τις | κλάψες |
κλητική | κλάψα | κλάψες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkla.psa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλά‐ψα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλάψα θηλυκό
- άλλη μορφή του κλάμα, θρήνος
- μεμψιμοιρία με γκρίνια και κλάματα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη κλαίω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)