κρεουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κρεουργῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρεουργώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρεουργῶ, συνηρημένος τύπος του κρεουργέω < αρχαία ελληνική κρέας + {ἔργον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɾe.uɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐ουρ‐γώ

κρεουργώ (παθητική φωνή: κρεουργούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]