λαδόκολλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαδόκολλα οι λαδόκολλες
      γενική της λαδόκολλας
    αιτιατική τη λαδόκολλα τις λαδόκολλες
     κλητική λαδόκολλα λαδόκολλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαδόκολλα < λαδό- + κόλλα
κομμάτι από λαδόκολλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαδόκολλα θηλυκό

  • το αδιάβροχο χαρτί εμποτισμένο με λιπαρή ουσία, με το οποίο τυλίγουμε κρεατικά και ψάρια για να τα ψήσουμε χωρίς να χάσουν τους χυμούς τους ή το στρώνουμε στα ταψιά για να μην κολλήσουν τα γλυκίσματα στο ψήσιμο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]