λόγγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λόγγος, Λογγός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λόγγος οι λόγγοι
      γενική του λόγγου των λόγγων
    αιτιατική τον λόγγο τους λόγγους
     κλητική λόγγε λόγγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λόγγος < μεσαιωνική ελληνική λόγγος[1] < σλαβικής προέλευσης [1] лѫгъ (lǫgŭ) / луг (lug) (λιβάδι, λόγγος) < πρωτοσλαβική *lǫgъ (κοίλωμα, βαθούλωμα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈloŋ.gos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λόγ‐γος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λόγγος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]