μαγκιπειό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαγκιπειό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαγκιπ(εῖον) + -ειό < μάγκιψ < λατινική manceps < manus + capio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maŋ.ɟiˈpço/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γκι‐πειό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαγκιπειό ουδέτερο
- (δημοτική, ιδιωματικό) το αρτοποιείο, ο φούρνος, ο χώρος όπου ετοιμάζεται το ψωμί
- ↪ το μαγκιπειό της μονής [1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαγκιπειό
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ s.v. «μαγκίπ(π)ιον, μαγκιπεῖον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)