μαντινάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαντινάδα < (άμεσο δάνειο) βενετική matinada < ιταλική mattinata + -ada < mattina < λατινική (hora) matutina, θηλυκό του matutinus < Mutata (θεά της αυγής) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₂- (ωριμάζω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /man.diˈna.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ντι‐νά‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαντινάδα θηλυκό
- δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο, συνήθως αυτοσχέδιο, που απαγγέλλεται ή άδεται, στην Κρήτη ή αλλού, σε διάφορες περιστάσεις
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μαντινάδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)