μετάληψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάληψη οι μεταλήψεις
      γενική της μετάληψης* των μεταλήψεων
    αιτιατική τη μετάληψη τις μεταλήψεις
     κλητική μετάληψη μεταλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μετάληψη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μετάληψις (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μετάληψις < μεταλαμβάνω < λαμβάνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μετάληψη θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]