μεταφορικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταφορικά < μεταφορικός +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μεταφορικά

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μεταφορικά
      γενική των μεταφορικών
    αιτιατική τα μεταφορικά
     κλητική μεταφορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεταφορικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μεταφορικά