μεταφραστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταφραστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταφραστής < μεταφράζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ta.fɾaˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐φρα‐στής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεταφραστής αρσενικό (θηλυκό μεταφράστρια)
- (γλωσσολογία) αυτός που αποδίδει το περιεχόμενο προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα από αυτή του προτύπου
- (επάγγελμα) αυτός που έχει σαν επάγγελμα τη μετάφραση κειμένων από και προς μια ξένη γλώσσα
- (αρσενικό μόνον: λογισμικό, πληροφορική-μεταγλώττιση) πρόγραμμα υπολογιστή που μετατρέπει αρχείο κώδικα (πηγαίος κώδικας) μιάς γλώσσας προγραμματισμού σε ισοδύναμο αρχείο κώδικα μιας άλλης γλώσσας προγραμματισμού
- μεταφραστές ευρείας χρήσης: διερμηνευτής, μεταγλωττιστής, συμβολομεταφραστής
Συγγενικά
[επεξεργασία]πληροφορική:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταφραστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λογισμικό (νέα ελληνικά)
- Μεταγλώττιση - πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)