μορφοσύνταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μορφοσύνταξη | οι | μορφοσυντάξεις |
γενική | της | μορφοσύνταξης* | των | μορφοσυντάξεων |
αιτιατική | τη | μορφοσύνταξη | τις | μορφοσυντάξεις |
κλητική | μορφοσύνταξη | μορφοσυντάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μορφοσυντάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μορφοσύνταξη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική morphosyntax < αρχαία ελληνική μορφή + σύνταξις < συντάσσω < τάσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μορφοσύνταξη θηλυκό
- (γλωσσολογία) η μορφολογία και η σύνταξη ως αλληλένδετη ενότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μορφοσύνταξη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)