μυσαρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]μυσαρά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυσαρά
→ δείτε τη λέξη αηδιαστικά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μυσαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μυσαρό) του μυσαρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μῠσᾰρᾱ́ με μακρά κατάληξη
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μυσαρός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του μυσαρός
μῠσᾰρᾰ́ με βραχεία κατάληξη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μυσαρό) του μυσαρός