νεκροφυλακείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκροφυλακείο τα νεκροφυλακεία
      γενική του νεκροφυλακείου των νεκροφυλακείων
    αιτιατική το νεκροφυλακείο τα νεκροφυλακεία
     κλητική νεκροφυλακείο νεκροφυλακεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεκροφυλακείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα νεκροφυλακ(εῖον), (μαρτυρείται από το 1833)[1] + -είο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.kɾo.fi.laˈci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κρο‐φυ‐λα‐κεί‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεκροφυλακείο ουδέτερο

  • το οίκημα ή ο χώρος σε νοσοκομείο ή νεκροταφείο όπου φυλάσσονται προσωρινά οι νεκροί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1833, Ελληνικοί Κώδικες σελ. 689, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)