νεοελληνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεοελληνιστής < Νεοέλλην(ας) + -ιστής κατά το ελληνιστής.[1] Αναλύεται σε νεο- + ελληνιστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεοελληνιστής αρσενικό (θηλυκό νεοελληνίστρια)
- (φιλολογία) ο φιλόλογος που ειδικεύεται στη νεοελληνική λογοτεχνία η ο ιστορικός της νεότερης και σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ελληνιστής
- νεοελληνιστί
- → δείτε τις λέξεις και και Έλληνας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεοελληνιστής
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νεοελληνιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας