νερομάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νερομάνα οι νερομάνες
      γενική της νερομάνας
    αιτιατική τη νερομάνα τις νερομάνες
     κλητική νερομάνα νερομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νερομάνα < νερο- + μάνα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νερομάνα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]