νυχθημερόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νυχθημερόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νυχθήμερον[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ni.xθi.meˈɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νυ‐χθη‐με‐ρόν
Επίρρημα
[επεξεργασία]νυχθημερόν (χρονικό)
- σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου ή σε μεγάλο διάστημα της ημέρας και της νύχτας, ασταμάτητα, νύχτα και μέρα
- ↪ οι εργάτες δουλεύουν νυχθημερόν για να προλάβουν την ημερομηνία παράδοσης του έργου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νυχθημερόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας