ξαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξαίνω < αρχαία ελληνική ξαίνω

ξαίνω (παθητική φωνή: ξαίνομαι)

  1. κατεργάζομαι το μαλλί ώστε να γίνει κατάλληλο για κλώσιμο
     συνώνυμα: λαναρίζω
  2. χτενίζω τα μαλλιά με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτούν μεγαλύτερο όγκο, να είναι πιο φουντωτά
     συνώνυμα: κρεπάρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξαίνω < ομόρριζο του ξέω και ξύω, θέμα που αναπτύχθηκε παράλληλα με τα άλλα δύο το ξαν + πρόσφυμα j + ω

ξαίνω

  1. ξαίνω, λαγαρίζω, ετοιμάζω μαλλί για κλώσιμο
  2. χτενίζω
  3. κατεργάζομαι
  4. (μεταφορικά) γδάρσιμο στο λαιμό, πονόλαιμος
  5. (μεταφορικά) μου λυώνουν, μου κομματιάζουν, μου τρώνε το μυαλό
    ξαίνεσθαι τήν ψυχήν φροντίδι
    με τρώνε οι έγνοιες
  6. μεταφορικά αυλακιάζω, ξύνω
    ξαίνουσα παρειάς δάκρυσιν
    με τα δάκρυα να ξάνουν τα μάγουλα
  7. (μεταφορικά) γδέρνω, χτυπώ δυνατά, σχίζω
    ῥάβδοις ἔξαινον τά σώματα
  8. αφρίζω κάτι με ανακάτεμα ή άλλους τρόπους
    ὕδωρ ξαινόμενον
    ξανθέν ὑπό σπιλάδι
    (το κύμα) που αφρίζει στο βράχο

Τύποι που απαντούν: ξαίνω, [παρατατικός: ἔξαινον], αόριστος ἔξηνα, μέλλων: ξανῶ, παθητικός αόριστος ἐξάνθην, [παρακείμενος ἔξασμαι και σύνθετος κατέξασμαι, αλλά και δι-ἔξαμμαι] (Σε αγκύλες οι τύποι που είναι μεταγενέστεροι της ελληνιστικής)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • εἰς πῦρ ξαίνειν : ο άδικος κόπος, η ματαιότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]