ξεγαντζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεγαντζώνω < ξε- + γαντζώνω

ξεγαντζώνω

  • απομακρύνω κάτι από το γάντζο στον οποίο ήταν πιασμένο ή κρεμασμένο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]