ξεκόβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεκόβω < μεσαιωνική ελληνική ξεκόβω < ξε και κόβω < κόπτω

ξεκόβω και ξεκόφτω

  1. (αργκό) διακόπτω σχέσεις, δραστηριότητα
    ξέκοψε απ' τις κακές παρέες
  2. απαντώ αρνητικά με απόλυτο τρόπο
    Του το ξέκοψα, μπορεί να είμαστε αδέλφια, αλλά αυτή τη χάρη δεν το την κάνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]