οικτρότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικτρότητα οι οικτρότητες
      γενική της οικτρότητας των οικτροτήτων
    αιτιατική την οικτρότητα τις οικτρότητες
     κλητική οικτρότητα οικτρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οικτρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκτρότης από την αιτιατική σε -ότητα < οἰκτρός . Συγχρονικά αναλύεται σε οικτρός + -ότητα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ikˈtɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οικ‐τρό‐τη‐τα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οικτρότητα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.