ορθώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορθώνω < αρχαία ελληνική ὀρθόω / ὀρθῶ + -ώνω < ὀρθός < ϝορθϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *worHdʰ- < *h₃er- (σηκώνω) +‎ *dʰeh₁- (τοποθετώ) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική lever)

ορθώνω (παθητική φωνή: ορθώνομαι)

  1. βάζω κάτι να στέκεται όρθιο, το σηκώνω, το υψώνω
  2. (μεταφορικά) θέτω, τοποθετώ (εμπόδια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]