οστεοπόρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η καμπούρα στην ηλικιωμένη γυναίκα της φωτογραφίας είναι αποτέλεσμα της οστεοπόρωσης.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεοπόρωση οι οστεοπορώσεις
      γενική της οστεοπόρωσης των οστεοπορώσεων
    αιτιατική την οστεοπόρωση τις οστεοπορώσεις
     κλητική οστεοπόρωση οστεοπορώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οστεοπόρωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteoporosis < osteo- (οστεο-) +‎ porosis < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + πόρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.ste.oˈpo.ɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐στε‐ο‐πό‐ρω‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οστεοπόρωση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]