ουρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -ουρία, -ουριά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουρία οι ουρίες
      γενική της ουρίας των ουριών
    αιτιατική την ουρία τις ουρίες
     κλητική ουρία ουρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ουρία < (άμεσο δάνειο) γαλλική urée < urine < λατινική urina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wers- (βρέχω, στάζω)
(μαρτυρείται από το 1849)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /uˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐ρί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ουρία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ουρία