οὐγγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐγγία αἱ οὐγγίαι
      γενική τῆς οὐγγίας τῶν οὐγγιῶν
    αιτιατική τὴν οὐγγίαν τὰς οὐγγίας
     κλητική ! οὐγγία οὐγγίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οὐγγία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὐγγία < λατινική uncia < unus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οὐγγία θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐγγί αἱ οὐγγίαι
      γενική τῆς οὐγγίᾱς τῶν οὐγγιῶν
      δοτική τῇ οὐγγί ταῖς οὐγγίαις
    αιτιατική τὴν οὐγγίᾱν τὰς οὐγγίᾱς
     κλητική ! οὐγγί οὐγγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐγγί
γεν-δοτ τοῖν  οὐγγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οὐγγία, ήδη τον 4ο αιώνα στον Αριστοτέλη όπως χρησιμοποιούσαν τη λέξη οι Έλληνες της Σικελίας < (άμεσο δάνειο) λατινική uncia < unus [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οὐγγία, -ας θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ουγκιά - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.