παιζογελάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παιζογελάω < παιζογελ(ώ) + -άω παίζ(ω) + -ο- + γελώ[1] (παρατακτικό σύνθετο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.zo.ʝeˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐ζο‐γε‐λά‐ω

παιζογελάω/παιζογελώ, αόρ.: παιζογέλασα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λαϊκότροπο) παίζω γελώντας
  2. ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω
     συνώνυμα: εμπαίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]