πανίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανίζω < μεσαιωνική ελληνική πανίζω < πανίον / παννίον < (ελληνιστική κοινή) πάννος < λατινική pannus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pan- (ύφασμα, πανί)
Ρήμα
[επεξεργασία]πανίζω
- (παρωχημένο) καθαρίζω με κάποιο πανί τον φούρνο, προκειμένου να είναι έτοιος για επόμενο φούρνισμα
- (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) καθαρίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανίζω
|